Ουρεόπλασμα
Το Ουρεόπλασμα ανήκει στα μυκοπλάσματα τα οποία είναι οι μικρότεροι ελεύθεροι ζωντανοί οργανισμοί και είναι οι μοναδικοί μεταξύ των προκαρυωτών που δεν διαθέτουν κυτταρικό τοίχωμα. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι υπεύθυνο για τις βιολογικές ιδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης αντίδρασης χρώσης Gram και της μη ευαισθησίας σε πολλά συνηθισμένα αντιβιωτικά . Τα μυκοπλάσματα συσχετίζονται συνήθως με τις βλεννογόνους. Συνήθως κατοικούν εξωκυττάρια στις αναπνευστικές και ουρογεννητικές οδούς και σπάνια διεισδύουν στον υποβλεννογόνιο χώρο, εκτός από την περίπτωση της ανοσοκαταστολής όταν μπορούν να εισβάλουν στο αίμα και να διαδοθούν σε πολλά όργανα και ιστούς. Ορισμένα είδη επίσης εμφανίζονται ως ενδοκυτταρικά παθογόνα.
Μεταξύ των 17 ειδών που έχουν απομονωθεί από τον άνθρωπο, 4 είδη οργανισμών προκαλούν μεγάλη ανησυχία. Το Mycoplasma pneumoniae είναι ένα γνωστό πλέον παθογόνο το οποίο σπάνια απομονώνεται από υγιή άτομα. Τα είδη Mycoplasma hominis και Ureaplasma (U. urealyticm και U. parvum ), γνωστά και ως οι μυκοπλασματικοί οργανισμοί των γεννητικών οργάνων, γενικά θεωρούνται ευκαιριακοί μικροοργανισμοί που εισβάλουν στον ανθρώπινο οργανισμό και προκαλούν λοιμώξεις σε ευαίσθητους πληθυσμούς.
Τα δύο βιοδραστικά Ουρεοπλάσματα, το Ureaplasma urealyticum και Ureaplasma parvum, χαρακτηρίζονται τώρα ως ξεχωριστά είδη. Ο διαχωρισμός αυτών των ειδών δεν είναι δυνατός παρά μόνο μέσω μοριακών τεχνικών όπως η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR). Το Ουρεόπλασμα ( U. parvum ) είναι γενικά το πιο συνηθισμένο είδος που ανιχνεύεται σε διάφορα κλινικά δείγματα, αλλά το U. urealyticum είναι προφανώς πιο παθογόνο σε καταστάσεις όπως η ουρηθρίτιδα στους άνδρες.
Παθοφυσιολογία
Αν και τα είδη Ureaplasma και M hominis ανιχνεύονται συχνά στις κατώτερες ουρογεννητικές οδούς υγιών ενηλίκων, μπορούν επίσης να προκαλέσουν εντοπισμένες ουρογεννητικές παθήσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, μπορούν να προκαλέσουν λοίμωξη και σε εξωγεννητικές περιοχές, ( M genitalium).
Στους ανθρώπους, τα είδη Ουρεόπλασμα και Μυκόπλασμα μπορούν να μεταδοθούν με άμεση επαφή μεταξύ των συντρόφων (δηλ., μέσω της σεξουαλικής επαφής ή από του στόματος προς τα γεννητικά όργανα), κάθετα από μητέρα σε απόγονο (είτε κατά την γέννηση είτε ενδομητρίως ) και μέσω μεταμοσχευμένων ιστών.
Οι αναπνευστικές λοιμώξεις που προκαλούνται κυρίως από τον Mycoplasma pneumoniae μεταδίδονται συνήθως μέσω αναπνευστικών αερολυμάτων.
Το U urealyticum και το M genitalium είναι αιτίες της μη Χλαμυδιακής μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας στους άνδρες.
Το M hominis έχει απομονωθεί από την άνω ουροφόρο οδό ασθενών με συμπτώματα οξείας πυελονεφρίτιδας και μπορεί να προκαλέσει τη νόσο στο περίπου το 5% των περιπτώσεων.Τα μυκοπλάσματα δεν προκαλούν κολπίτιδα, αλλά μπορούν να πολλαπλασιάζονται σε ασθενείς με βακτηριακή κολπίτιδα καί να συμβάλλουν στην πάθηση. Το M hominis έχει απομονωθεί από το ενδομητριο και τις σάλπινγγες περίπου στο 10% των γυναικών με σαλπιγγίτιδα. Το M genitalium μπορεί επίσης να εμπλέκεται σε πυελική φλεγμονώδη νόσο και σε τραχηλίτιδα. Το αν η λοίμωξη με ουρεοπλασμα προκαλεί υπογονιμότητα παραμένει αμφιλεγόμενο. Τα είδη ουρεοπλάσματος μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή του πλακούντα και μπορεί να εισβάλλουν νωρίς στον αμνιακό σάκκο, προκαλώντας επίμονη λοίμωξη με ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην κύηση, συμπεριλαμβανόμενου και του πρόωρου τοκετού.
Η λοίμωξη των νεογνών από γεννητικούς μυκοπλασματικούς οργανισμούς μπορεί να συμβεί με την άνοδο των μικροοργανισμών από τον κόλπο η τον τράχηλο της μητέρας κατά τον τοκετό ή με άμεση διείσδυση του εμβρύου στη μήτρα.
Συγγενής πνευμονία, βακτηριαιμία, μηνιγγίτιδα και θάνατοι έχουν αναφερθεί σε βρέφη με πολύ χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση λόγω της λοίμωξης με Ureaplasma ή M hominis της κατώτερης αναπνευστικής οδού. Σε αρκετές μεγάλες μελέτες, η χρόνια πνευμονική νόσος στα πρόωρα νεογνά ή η βρογχοπνευμονική δυσπλασία έχει επίσης συσχετισθεί με την παρουσία Ουρεοπλάσματος στην κατώτερη αναπνευστική οδό, πιθανώς λόγω χαμηλού βαθμού φλεγμονής στους αεραγωγούς που προκαλεί παρατεταμένη ανάγκη για συμπληρωματικό οξυγόνο σε συνδυασμό με το βαροτραύμα του μηχανικού αερισμού και της οξειδωτικής βλάβης λόγω της χορήγησης οξυγόνου.
Μελέτες σε πρωτεύοντα έδειξαν ότι το Ουρεόπλασμα στο αμνιακό υγρό προκαλεί την ενεργοποίηση των προφλεγμονωδών κυτοκινών, των λευκοκυττάρων και των προσταγλανδινών, συμβάλλοντας ενδεχομένως στον πρόωρο τοκετό.
Συχνότητα
Το Ουρεόπλασμα έχει απομονωθεί από δείγματα του τραχήλου της μήτρας σε ποσοστό 40-80% των γυναικών που είναι ασυμπτωματικές και σεξουαλικά ενεργές. Το M hominis έχει απομονωθεί από τα κολποτραχηλικά υγρά στο 21-53% των γυναικών που είναι ασυμπτωματικές και σεξουαλικά ενεργές.
Αυτά τα ποσοστά είναι κάπως χαμηλότερα στους άνδρες.
Μόνο μια υποομάδα ενηλίκων που είναι αποικισμένοι στην κατώτερη ουρογεννητική οδό αναπτύσσει συμπτωματική νόσο από αυτούς τους οργανισμούς.
Η μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα είναι η συνηθέστερη σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη. Τα είδη Ureaplasma και M genitalium μπορεί να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος των περιπτώσεων που δεν οφείλονται σε χλαμύδια.
Περισσότερο από το 20% των νεογνών μπορεί να αποικιστεί από το Ureaplasma και τα βρέφη που γεννιούνται πρόωρα πιθανότατα φιλοξενούν αυτούς τους οργανισμούς. Οι αποικίες μειώνονται μετά την ηλικία των 3 μηνών. Λιγότερο από το 5% των παιδιών και το 10% των ενηλίκων που δεν έχουν σεξουαλική δραστηριότητα αποικίζονται με μυκοπλασματικούς μικροοργανισμούς των γεννητικών οργάνων.
Η ανοσοκαταστολή (π.χ. από ανεπάρκεια αντισωμάτων ή προωρότητα ) αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης διάχυτης νόσου.
Παρόλο που λίγες μελέτες έχουν διερευνήσει τη γεωγραφική κατανομή των μυκοπλασματικών λοιμώξεων των γεννητικών οργάνων, τα δεδομένα ότι
(1) οι μικροοργανισμοί αυτοί είναι παρόντες στις επιφάνειες των βλεννογόνων σε τόσα πολλά υγιή άτομα και
(2) ότι μπορούν να μεταδοθούν σεξουαλικά υποδηλώνοντας ότι οι μεταβολές του επιπολασμού αυτών των οργανισμών στους ενήλικες έχει μεγαλύτερη πιθανότατα να σχετίζεται με μεταβλητές συμπεριφοράς, όπως ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και όχι οι γεωγραφικές ή κλιματολογικές διαφορές.
Θνησιμότητα / Νοσηρότητα
Σε ενήλικες με άθικτο και λειτουργικό ανοσοποιητικό σύστημα, οι μολύνσεις που σχετίζονται με γεννητικούς μυκοπλασματικούς οργανισμούς Ureoplasma και Mycoplasma συνήθως είναι τοπικές και δεν οδηγούν σε σοβαρή ασθένεια, πράγμα που πιστοποιεί τη σχετικά χαμηλή λοιμογόνο δράση τους και την λοίμωξη ως ευκαιριακή.
Στα άτομα με έλλειψη αντισωμάτων αναφέρεται ότι έχουν αναπτύξει σοβαρές πνευμονικές λοιμώξεις, καταστροφική αρθρίτιδα και οστεομυελίτιδα που συνδέονται με υποδόρια αποστήματα και άλλες επιπλεγμένες λοιμώξεις διαφόρων συστημάτων και οργάνων.
Θάνατοι έχουν αναφερθεί σε νεογνά από την εισβολή στην κυκλοφορία από το Ουρεόπλασμα και μηνιγγίτιδα που προκαλείται από M hominis. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οργανισμοί εξαφανίστηκαν αυθόρμητα από το ΕΝΥ χωρίς θεραπεία.
Φύλο
Ο ρυθμός μεταφοράς του Ουρεοπλάσματος στην κατώτερη ουρογεννητική οδό είναι κάπως μεγαλύτερος για τις γυναίκες από ό, τι για τους άνδρες.
Κλινικό Ιστορικό
Το κλινικό ιστορικό ασθενών με ουρογεννητικές ή εξωγεννητικές λοιμώξεις που προκαλούνται από το Μυκόπλασμα ή το Ουρεόπλασμα είναι ειδικό για το σύνδρομο και όχι για συγκεκριμένους οργανισμούς και, όπως στην περίπτωση της λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος M pneumoniae, δεν υπάρχουν διακριτικά χαρακτηριστικά που να δείχνουν τη μικροβιολογική αιτιολογία της νόσου..
Οι ακόλουθες καταστάσεις μπορεί να προκληθούν από μόλυνση με είδη Mycoplasma hominis ή/και Ureaplasma σε διάφορους πληθυσμούς ασθενών:
Ουρηθρίτιδα (μόνο ουρεόπλασμα)
Πυελονεφρίτιδα
Κυστίτιδα
Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου
Στυτική δυσλειτουργία (Ουρεόπλασμα μόνο)
Η ενδομητρίτιδα ή η χοριοαμνιονίτιδα
Λοιμώδης αρθρίτιδα
Χειρουργικές και μη χειρουργικές λοιμώξεις τραύματος
Πρόωρος τοκετός (μόνο ουρεόπλασμα)
Βακτηριαιμία
Πνευμονία
Μηνιγγίτιδα
Υπεραμωνιαιμία
Ενδοκαρδίτιδα
Απόστημα
Το Μυκόπλασμα και το Ουρεόπλασμα συχνά παίζουν δευτερεύοντες ρόλους ως αιτίες των προαναφερθέντων καταστάσεων, οι οποίες μπορεί να προκληθούν από διάφορους μικροοργανισμούς. Όταν συνυπάρχουν σε ασθενείς με κάποιες από αυτές τις καταστάσεις, όπως η σαλπιγγίτιδα, η ουρηθρίτιδα και η σηπτική αρθρίτιδα, μπορεί να συνυπάρχει ταυτόχρονα ένας από τους διάφορους αιτιολογικούς οργανισμούς.
Το M genitalium είναι γνωστό ότι προκαλεί ουρηθρίτιδα στους άνδρες, τραχηλίτιδα και πυελική φλεγμονή στις γυναίκες , και κλινικά δεν διακρίνεται από αυτές τις καταστάσεις οι οποίες προκαλούνται από άλλους μικροοργανισμούς όπως τον Neisseria gonorrhoeae (γονόκοκκο).
Οι μολύνσεις με ουρεόπλασμα μπορεί να είναι παρόμοιες με λοιμώξεις που προκαλούνται από άλλα βακτήρια και μπορούν να διακριθούν μόνο με κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις. Συγκεκριμένα, οι ουρογεννητικές λοιμώξεις μπορεί να μιμούνται λοιμώξεις που οφείλονται σε γονοκόκκους, χλαμύδια ή άλλα μυκοπλάσματα.
Διάγνωση
Τα είδη M hominis και Ureaplasma μπορούν να ανιχνευθούν σε καλλιέργεια χρησιμοποιώντας εξειδικευμένα μέσα και τεχνικές εντός 2-5 ημερών. Αυτοί οι οργανισμοί μπορούν επίσης να ανιχνευθούν με προσδιορισμούς PCR. Το Mυκόπλασμα genitalium απαιτεί μια PCR δοκιμασία λόγω της αργής ανάπτυξής του και της επιδεκτικής φύσης.
Θεραπεία
Η επιτυχής αντιμετώπιση εξαρτάται από την άμεση εξέταση των ειδών Ουρεόπλασμα και Μυκόπλασμα ως πιθανών αιτιολογικών παραγόντων, διεξάγοντας τις κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις για την ανίχνευσή τους και παρέχοντας την κατάλληλη αντιμικροβιακή κάλυψη στηριζόμενοι σε αντιβιόγραμμα .
Η εμπειρική αντιμικροβιακή θεραπεία πρέπει να είναι πλήρης και πρέπει να καλύπτει όλους τους πιθανούς παθογόνους παράγοντες .
Πρόληψη
Λόγω της συχνότητας με την οποία οι μικροοργανισμοί Ουρεόπλασμα και Μυκόπλασμα μεταφέρονται στην κατώτερη ουρογεννητική οδό σε άτομα που είναι ασυμπτωματικά και σεξουαλικά ενεργά, η χρήση μεθόδων προστασίας φραγμού (π.χ. προφυλακτικά) είναι ελάχιστα επωφελής επειδή οι οργανισμοί αυτοί συνήθως λειτουργούν ευκαιριακά ως κανονική χλωρίδα.
Στις περιπτώσεις ουρογεννητικών μολύνσεων με Ureoplasma urealyticum ή Mycoplasma genitalium, θα πρέπει οι σεξουαλικοί σύντροφοι να υποβληθούν σε θεραπεία.
Παρόλο που δεν έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές μελέτες, η επιδημιολογία αυτών των οργανισμών υποδηλώνει ότι τα άτομα που είναι σεξουαλικά ανενεργά συνήθως δεν τα φιλοξενούν και επομένως δεν αναμένεται να αναπτύξουν κλινικά σημαντικές λοιμώξεις. Η σεξουαλική αποχή μπορεί να εμποδίσει την εξάπλωση των οργανισμών μεταξύ εφήβων και ενηλίκων.
Ο τοκετός με καισαρική τομή δεν αποτρέπει τον αποικισμό στην κατώτερη αναπνευστική οδό των νεογνών επειδή η μετάδοση των μικροοργανισμών μπορεί να συμβεί στη μήτρα με ανερχόμενη μόλυνση, ακόμα και με ακέραιες εμβρυϊκές μεμβράνες.